ψηλοτάκουνος

ψηλοτάκουνος
-η, -ο, Ν
1. (για υπόδημα) αυτός που έχει ψηλά τακούνια
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ψηλοτάκουνα
παπούτσια με ψηλά τακούνια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψηλός + τακούνι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”